Όταν διαπίστωσα ότι μου 'λειψες ξυπνούσα αδιάφορος για το υπόλοιπο της μέρας. αφού στοχαζόμουν τον αδειανό χώρο που έχεις αφήκει. Το χώρο που μας άνηκε και ήταν ισσοροπημένος για μας. Τώρα πια το πάτωμα τρίζει και ο καθρεύτης δεν με χωρά. Μάλιστα με δείχνει πιο άσχημο από ποτέ.
Όταν διαπίστωσα ότι μου 'λειψες μπουσούλησα ως το σπίτι μας. Ήπια ό,τι απέμεινε και έβαλα δυνατά στο pick-up να παιζει Curtis Mayfield. Και χόρεψα με μανία, με κύρος και με χάρη, όπως αρμόζει σε έναν καλλιτέχνη. Ύστερα σήκωσα το κεφάλι μου και είδα στο ταβάνι τη μάνα που σπέρνει τις εποχές κάθε τρίμηνο. Τους 4 γιούς της να ετοιμάζονται διαρκώς για να βοηθήσουν τη γη να αναπαράγει. Όλα αυτά ζωγραφιά στο ταβάνι μας και τότε τα δάκρυα χύθηκαν προς τα μέσα, κατέβηκαν στη μύτη και από εκεί στον οισοφάγο. Τα κατάπια έτσι αλμυρά και γνήσια, χώθηκαν στα σωθικά μου για πάντα.
Όταν διαπίστωσα ότι μου 'λειψες είχε περάσει αρκετός καιρός. Οι ροδιές είχαν ανθίσει και οι καλαμιές ξεραμένες από το λίβα. Μα δεν είχα άλλο κήπο έξω από 'σένα. Όταν διαπίστωσα ότι μου 'λειψες έπαψα να τρώω λαίμαργα. Τώρα πια το πιρούνι μου κόβει ομόκεντρους, υποθετικούς κύκλους στο πιάτο, αδειανό, ανόφελο να προσπαθώ με το ζόρι για λίγο φαί.
Όταν διαπίστωσα ότι μου 'λειψες είχα βαριά εγκαύματα, στα χέρια, στα πόδια, στο θώρακα και στο πρόσωπο. Λεπρός να σιγοκαίγομαι σαν ερείπιο παντοτινό, κόλαση σε Σαιξπιρική πράξη. Φορούσα την κάπα του Πόντιου Πιλάτου και τραύλιζα προσευχές σε άγνωστη για εμένα γλώσσα. Δεν είχα δικό μου ίσκιο. Δίπλα μου σεριανούσε μιάν άλλη σκιά. Σκιά οχθρού με λέπια και ουρά αλόγου, παντοτινή, σα χάδι θαλάσσιου αστερία.
Μια μέρα μαβιά διαπίστωσα ότι μου 'λειψες και εσκούρινε απότομα. Η θάλασσα έγειρε στο πλάι και ο κλόουν του διπλανού τσίρκου έσκασε στα κλάματα. Δέχτηκα προσφορές από γηροκομεία, μα έμαθαν τα εγκλήματά μου. αδειανά σοκάκια με παρακαλούσαν για λίγη παρέα, μα σαν καθόμουν με 'διώχναν όπως-όπως.
Όταν διαπίστωσα ότι μου 'λειψες είχαμε να μιλήσουμε κοντά τρεις μήνες. μα ο έρωτας αγάπη μου δεν χαρίζεται σε κανένα. Δε χτυπάει. δε φωνάζει, δε σωπαίνει, δε κοιμάται. Μιά μορφή στη φορμόλη με βέλη κοφτερά. κι ο έρωτας αγάπη μου, κάνει προσευχές. θηλάζει όνειρα και κρύβεται ανάμεσα από τα δυό του χέρια.
Όταν διαπίστωσα ότι μου 'λειψες έκοψα ένα κομμάτι από το δεξιό μου μηρό.Ένα μέρος πλούσιο σε μυς για να θυμάμαι τις πληγές μας. Να πονώ και να σφίγγω δόντια, τα μάτια να γεμίζουν λευκό, το πρόσωπο που στάζει. σα σημαία περίτρανα να το υψώνω ως άλλος κατακτητής, μιάς γης στέρφας, άσεμνη κόρη της Τουλίπας.
Όταν διαπίστωσα ότι μου 'λειψες είδα τις δυό αγέννητές μου κόρες να πάλλονται ομπρός μου. Και τρέχω να τις πιάσω, να γραπώσω μιά πιθαμή αίμα μου, μα διαλύονται και γίνονται χώμα και μελάνι. Και μετά εσύ να έρχεσαι πιο γρήγορα, από εμέ, για εμέ. Μα εγώ προσπαθούσα να ξεδιαλύνω χώμα και μελάνι, να σου προσφέρω λέξεις ακαίραιες, ολόχρυσες, αγκαλιές λεβάντας. Δε κατάφερα να σε πιάσω και έπεσες λιπόθυμη σε μιά αρματωσιά από σύκα. Κι έφερα μέλισσες κοντά είκοσι χιλλιάδες να φτερουγίζουν πλάι σου, να κάνουν αέρα μήπως αυτά τα μάτια ανοίξουν πάλι. Μα άδικα σιμώσανε και σε σηκώσαν για αλλούθε.
Όταν διαπίστωσα ότι μου 'λειψες αποσυνθέθηκε το δέρμα μου, άπετσος κι άτριχος να νοιώθω το σούβλισμα του αέρα, της σκόνης, των μυγών και του φωτός. Τα Λόγια Της Στρίγκλας καρφιτσώθηκαν άγαρμπα μέσα μου, ασυναίσθητα. Ο Έρωτάς μας, μιά εποχή μου κάηκε στην κόλαση για πάντα. Όλος δικός σου να βρέχεις το πρόσωπο με τα αποκαίδια του.