Σάββατο 26 Ιουνίου 2010

Όταν διαπίστωσα ότι μου 'λειψες, ήταν πλέον αργά για οποιαδήποτε κίνηση. Όταν διαπίστωσα ότι μου 'λειψες, ήμουν μέλος μιάς πενταμελούς παρέας, βουτηγμένος ως τα αυτιά στο αλκοόλ. Και τότε, κοιτώντας το ποτήρι των 00:45 με το κόκκινο μπρούσκο κρασί, επλιμμύρισαν τα μάτια μου. Στάξανε ότι είχαν, μέσα στο ποτήρι, μη διαλύοντας την πυκνότητα και το χρώμα του. Όπως το έφερα ύστερα ψηλά ως το χείλος μου, μύρισα το άρωμα του κορμιού σου που 'χεις κάθε πρωί.Και το ήπια.. Το έγλειψα και δεν ξανάβαλα ούτε μια σταγόνα, στο ίδιο ποτήρι.
Όταν διαπίστωσα ότι μου 'λειψες ξυπνούσα αδιάφορος για το υπόλοιπο της μέρας. αφού στοχαζόμουν τον αδειανό χώρο που έχεις αφήκει. Το χώρο που μας άνηκε και ήταν ισσοροπημένος για μας. Τώρα πια το πάτωμα τρίζει και ο καθρεύτης δεν με χωρά. Μάλιστα με δείχνει πιο άσχημο από ποτέ.
Όταν διαπίστωσα ότι μου 'λειψες μπουσούλησα ως το σπίτι μας. Ήπια ό,τι απέμεινε και έβαλα δυνατά στο pick-up να παιζει Curtis Mayfield. Και χόρεψα με μανία, με κύρος και με χάρη, όπως αρμόζει σε έναν καλλιτέχνη. Ύστερα σήκωσα το κεφάλι μου και είδα στο ταβάνι τη μάνα που σπέρνει τις εποχές κάθε τρίμηνο. Τους 4 γιούς της να ετοιμάζονται διαρκώς για να βοηθήσουν τη γη να αναπαράγει. Όλα αυτά ζωγραφιά στο ταβάνι μας και τότε τα δάκρυα χύθηκαν προς τα μέσα, κατέβηκαν στη μύτη και από εκεί στον οισοφάγο. Τα κατάπια έτσι αλμυρά και γνήσια, χώθηκαν στα σωθικά μου για πάντα.
Όταν διαπίστωσα ότι μου 'λειψες είχε περάσει αρκετός καιρός. Οι ροδιές είχαν ανθίσει και οι καλαμιές ξεραμένες από το λίβα. Μα δεν είχα άλλο κήπο έξω από 'σένα. Όταν διαπίστωσα ότι μου 'λειψες έπαψα να τρώω λαίμαργα. Τώρα πια το πιρούνι μου κόβει ομόκεντρους, υποθετικούς κύκλους στο πιάτο, αδειανό, ανόφελο να προσπαθώ με το ζόρι για λίγο φαί.
Όταν διαπίστωσα ότι μου 'λειψες είχα βαριά εγκαύματα, στα χέρια, στα πόδια, στο θώρακα και στο πρόσωπο. Λεπρός να σιγοκαίγομαι σαν ερείπιο παντοτινό, κόλαση σε Σαιξπιρική πράξη. Φορούσα την κάπα του Πόντιου Πιλάτου και τραύλιζα προσευχές σε άγνωστη για εμένα γλώσσα. Δεν είχα δικό μου ίσκιο. Δίπλα μου σεριανούσε μιάν άλλη σκιά. Σκιά οχθρού με λέπια και ουρά αλόγου, παντοτινή, σα χάδι θαλάσσιου αστερία.
Μια μέρα μαβιά διαπίστωσα ότι μου 'λειψες και εσκούρινε απότομα. Η θάλασσα έγειρε στο πλάι και ο κλόουν του διπλανού τσίρκου έσκασε στα κλάματα. Δέχτηκα προσφορές από γηροκομεία, μα έμαθαν τα εγκλήματά μου. αδειανά σοκάκια με παρακαλούσαν για λίγη παρέα, μα σαν καθόμουν με 'διώχναν όπως-όπως.
Όταν διαπίστωσα ότι μου 'λειψες είχαμε να μιλήσουμε κοντά τρεις μήνες. μα ο έρωτας αγάπη μου δεν χαρίζεται σε κανένα. Δε χτυπάει. δε φωνάζει, δε σωπαίνει, δε κοιμάται. Μιά μορφή στη φορμόλη με βέλη κοφτερά. κι ο έρωτας αγάπη μου, κάνει προσευχές. θηλάζει όνειρα και κρύβεται ανάμεσα από τα δυό του χέρια.
Όταν διαπίστωσα ότι μου 'λειψες έκοψα ένα κομμάτι από το δεξιό μου μηρό.Ένα μέρος πλούσιο σε μυς για να θυμάμαι τις πληγές μας. Να πονώ και να σφίγγω δόντια, τα μάτια να γεμίζουν λευκό, το πρόσωπο που στάζει. σα σημαία περίτρανα να το υψώνω ως άλλος κατακτητής, μιάς γης στέρφας, άσεμνη κόρη της Τουλίπας.
Όταν διαπίστωσα ότι μου 'λειψες είδα τις δυό αγέννητές μου κόρες να πάλλονται ομπρός μου. Και τρέχω να τις πιάσω, να γραπώσω μιά πιθαμή αίμα μου, μα διαλύονται και γίνονται χώμα και μελάνι. Και μετά εσύ να έρχεσαι πιο γρήγορα, από εμέ, για εμέ. Μα εγώ προσπαθούσα να ξεδιαλύνω χώμα και μελάνι, να σου προσφέρω λέξεις ακαίραιες, ολόχρυσες, αγκαλιές λεβάντας. Δε κατάφερα να σε πιάσω και έπεσες λιπόθυμη σε μιά αρματωσιά από σύκα. Κι έφερα μέλισσες κοντά είκοσι χιλλιάδες να φτερουγίζουν πλάι σου, να κάνουν αέρα μήπως αυτά τα μάτια ανοίξουν πάλι. Μα άδικα σιμώσανε και σε σηκώσαν για αλλούθε.
Όταν διαπίστωσα ότι μου 'λειψες αποσυνθέθηκε το δέρμα μου, άπετσος κι άτριχος να νοιώθω το σούβλισμα του αέρα, της σκόνης, των μυγών και του φωτός. Τα Λόγια Της Στρίγκλας καρφιτσώθηκαν άγαρμπα μέσα μου, ασυναίσθητα. Ο Έρωτάς μας, μιά εποχή μου κάηκε στην κόλαση για πάντα. Όλος δικός σου να βρέχεις το πρόσωπο με τα αποκαίδια του.

Παρασκευή 25 Ιουνίου 2010

Όσο ζεις πληρώνεις και απλά χέστα όλα τα υπόλοιπα.

Πέμπτη 24 Ιουνίου 2010

Ξύπνησα ιδρωμένος,
Μετά κατάλαβα ότι ήσουν κι εσύ έτσι.
Μάλλον φταίει η ζέστη, έτσι πρόλαβα και σκέφτηκα.
Έδωσα μια μου σβούρα στο δωμάτιο για να έχω μία σφαιρική άποψη του χώρου.
Χτες από τα ξύδια δεν είχα καταλάβει και πολλά.
Βρακιά πεταμένα κι ένα σ' αγαπώ να κρεμιέται από το φωτιστικό δαπέδου.
Τελικά οι κάλτσες μου βρωμούσαν.
Ας είναι.
Χρειάζομαι ένα καφέ,
Ένα καφέ με λίγη ζάχαρη.
Είπα να φύγω.
Κάπου πρέπει να βρω ένα χάρτη για να μάθω να επιβιώνω χωρίς εσένα.
Έφυγα ανάβοντας το τσιγάρο μέσα στο ασανσέρ.
Κι έχω ένα σπίτι στο χρώμα της μάνας μου
Κι όλο γνωρίζω
Παιδιά που μου λένε συνέχεια ένα ποίημα
Ίδιο όπως όλα,
Για λιβάδια και αρώματα, βελούδα.
Υποσχέσεις σε λόγια,
Βάσανα σε απόσταγμα μελιού
Κι όλο πήγαινα μαζί τους
Δοκίμαζα το σάλιο τους
Τέντωνα το μπράτσο μου στην αγκαλιά των.
Μα πριν καλά-καλά κάτσω,
Δε με δέχονταν όπως πριν,
Δε με πρόσεχαν όπως πριν,
Ούτε με φίλαγαν όπως πριν,
Μόνο με γάμαγαν,
Μα όχι όπως πριν.
Δε μου τραγούδαγαν όπως πριν,
Κι έβγαλα ασπίδες...
Εδώ και δύο χρόνια
Σέρνομαι ανάμεσά τους
Μα δε με κάνουν ότι θέλουν
Διότι πλέον δεν αναζητώ τίποτα
Από αυτή την κάστα.
Κάθομαι σε ίσκιους
Σε μέρη που η βοήθεια φαντάζει
Γραφιστική δυσλειτουργία
Παίρνω τον εαυτό μου για ύπνο
Υποσχόμενη να γυρίσω πιο κουρασμένη από αυτούς
Να τους ρευτώ στα μούτρα
Όταν η δεύτερή μου μπίρα θα 'χει πια τελειώσει.
Μου περισσεύουν σάλια,
Ευχές,
Σκέρτσα,
Αλλοφροσύνη.
Δεν περιμένω,
Προσδοκώ.
Γι αυτό,
Γαμιέμαι με το σύμπαν μου,
Και μόνο.
Τελείωσαν δύο χρόνια.
Φύγαν δύο χρόνια κραυγές.
Πόσες μέρες με τα αυτιά καρφωμένα στο πάτωμα.
Αποφλοιωμένα σεντούκια οι κόρες των ματιών μου για δύο χρόνια.
Να μεθάνε έτσι μαύρες στο χτύπημα του ρυθμού των αφροκουβανέζικων καμπαρέ.
Σώθηκαν οι προθεσμίες του εφησυχασμού μένοντας εγώ ήσυχος, νωθρός, γερασμένος, ακίνητος, ανέρωτος μετά από δύο έτη.
Αυτές οι ζωές που μάλωναν την ψυχή μου.
Αυτές τις νύχτες που μόνο ιαχές από σκουλήκια έτρωγαν τα τύμπανα των ώτων.
Αυτές τις λεπτές αποστάσεις πολλών χιλιομέτρων που δένονταν από φαντασμένους τυμπανοκρούστες.
Αυτούς τους συγγραφείς που τα ρημάδια τα μυαλά τους χέζουν αδιάκοπα καταραμένες λέξεις.
Συγγραφείς που κατάγονται από τις Σπέτσες.
Τελείωσαν δύο χρόνια που έπλεα με σχεδία.
Φύγαν δυό χρόνια από μέλι.
Από το Blogger.

Βιο

Γεννήθηκε στην Κόρινθο τον Απρίλιο του 1980 και έτυχε τα παιδικά και εφηβικά του χρόνια να τα ζήσει στην Περαχώρα. Φοίτησε στη Σχολή Διεθνούς Εμπορίου του Πανεπιστημίου Δυτικής Μακεδονίας στην Καστοριά, και έπειτα κατηφόρισε στην Αθήνα για χάρη της Μουσικής. Φωτογραφίζει τη γη και τις ορέξεις της ενώ η σύνθεση λέξεων-σκέψεων έρχεται να ταΐσει τις υπαρξιακές του ανάγκες. Μαζί με τα «Επτά Καπνισμένα Μολύβια» κυκλοφόρησε (2009) τις πρώτες του σελίδες κάτω από τον τίτλο «Ο πικραμένος, το παρδαλό κατσίκι και ο τελευταίος», σε μία αυτοχρηματοδοτούμενη έκδοση. Το 2010 ακολούθησε η συλλογή ποιημάτων του «Ποίηση Κατεδαφιστέα» σε αυτοέκδοση, ενώ ποιήματά του έχουν δημοδιευτεί στο περιοδικό ΛΟΓΟ τεχνείων (και σε κάποια άλλα που δε θυμάται) και αναρτηθεί στους ιστότοπους poiein, teflon, kulturosupa. To 2019 εκδόθηκη η ποιητική του συλλογή "Η Απορία Του Τσιν" από τις εκδόσεις Σμίλη. Λάτρης του παλαιού, του earl grey και του t-shirt.

Τοπ Τσαρτς